vehemente - ορισμός. Τι είναι το vehemente
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι vehemente - ορισμός


vehemente      
vehemente (del lat. "vehemens, -entis")
1 adj. Se aplica a lo que se mueve u obra con ímpetu o con mucha eficacia.
2 Se aplica a la persona que obra irreflexivamente, así como a sus sentimientos o impulsos.
3 Se aplica a la persona que pone *pasión y *entusiasmo en lo que hace o dice, así como a sus palabras, actos, deseos, sentimientos, etc.: "Un orador vehemente. Me vino un deseo vehemente de marcharme. Con vehementes muestras de cariño".
V. "indicios vehementes, vehementes sospechas".
vehemente      
adj.
1) Que mueve o se mueve con ímpetu y violencia y obra con mucha fuerza y eficacia.
2) Se dice de lo que se siente o se expresa con viveza.
3) Se aplica también a las personas que sienten o se expresan de este modo.
4) Se aplica a la persona que obra de modo irreflexivo, y a sus impulsos y sentimientos.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για vehemente
1. Siempre se muestra vehemente, de un modo atractivo.
2. Yo era un vehemente fan de un actor que se llamaba Rafael Somoza y admiraba profundamente a Paco Martínez Soria.
3. Ésa era, en efecto, la imagen que daba: nervioso, vehemente, activo, polémico...
4. Después, Paulson publicaba su plan y McCain entraba en el debate de manera vehemente.
5. Su discurso, muy alejado de la oratoria vehemente de Fidel, tuvo un tono contenido.
Τι είναι vehemente - ορισμός